- παγκτησίᾳ
- παγκτησίᾱͅ , παγκτησίαfull ownershipfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκτησία — παγκτησίᾱ , παγκτησία full ownership fem nom/voc/acc dual παγκτησίᾱ , παγκτησία full ownership fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκτησία — παγκτησία, ἡ (Α) παντελής κατοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτησία (< κτήσιος < κτητός < κτῶμαι), πρβλ. πολυ κτησία] … Dictionary of Greek
παγκτησίαν — παγκτησίᾱν , παγκτησία full ownership fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՄԵՆԱՍՏԱՑԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: 8c գ. παγκτησία completa possessio omnium Ամենայնիւ ամենայնի ստացողութիւն. ʼի բնէ ունողութիւն ամենայն լաւութեան. ծայրագոյն բարութիւն եւ իշխանութիւն. (անհարթ թարգմանութեամբ ʼի յունէ.) *Տիրութիւն (Աստուծոյ է)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)